- επισεύω
- ἐπισεύω (Α) [σεύω]1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.)2. στέλνω, κατευθύνω3. μέσ. ἐπισεύομαιτρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα πάντες ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.)4. μέσ. α) (με εχθρ. σημ.) εφορμώ, σπεύδω εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι («αὐτάρ ἔπειτ’ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἴσος», Ομ. Ιλ.)β) (για ξαφνική φωτιά, νερό κ.λπ.) πέφτω με ορμή, ξεσπώ ξαφνικά («τό τε [πῡρ] ἐπεσσύμενον πόλιν... ἐξαίφνης φλεγέθει», Ομ. Οδ.)γ) φρ. «θυμός μοι ἐπέσσυται» — επιθυμώ, τό ζητά η καρδιά μου» (Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.